κατασάρκα

κατασάρκα
κατασάρκα, τὸ (AM)
το εσωτερικό λινό κάλυμμα τής Αγίας Τράπεζας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκφορά τής πρόθ. κατά και τής αιτ. εν. σάρκα τού σάρξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάσαρκα — επίρρ., πάνω στη σάρκα χωρίς να μεσολαβεί τίποτε άλλο: Φόρεσε το πουκάμισο κατάσαρκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάσαρκα — επίρρ. βλ. κατάσαρκος …   Dictionary of Greek

  • κατάσαρκα — κατάσαρκος fleshy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάσαρκος — η, ο (Α κατάσαρκος, ον) νεοελλ. αυτός που φοριέται πάνω ακριβώς από τη σάρκα αρχ. πολύ σαρκώδης, παχύσαρκος. επίρρ... κατάσαρκα (Μ κατάσαρκα) ακριβώς πάνω από τη σάρκα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. έν… …   Dictionary of Greek

  • Престол — главная принадлежность алтаря христианского храма. В церкви православной это четырехсторонний стол, стоящий посередине алтаря и служащий местом совершения евхаристии. Правилами церковными требуется, чтобы он был на четырех столпах, вышиной аршин… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ιμάτιο — Το ένδυμα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες πάνω από τον χιτώνα. Το ι. ήταν ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος, το οποίο χρησιμοποιούσαν όπως ήταν μετά την ύφανση, χωρίς να το ράψουν. Το φορούσαν συνήθως στους ώμους και κάλυπτε όλο το σώμα …   Dictionary of Greek

  • κατασάρκιο — το (AM κατασάρκιον) [κατάσαρκος] το εσωτερικό κάλυμμα τής Αγίας Τράπεζας μσν. αρχ. ρούχο που φοριέται κατάσαρκα …   Dictionary of Greek

  • μπουρνούζι — Λέξη που προέρχεται από την αραβική μπουρνούζ και σημαίνει την τοπική ενδυμασία των Αράβων της Β. Αφρικής. Αποτελείται από τετράγωνο ύφασμα με τρία ανοίγματα, ένα για το κεφάλι και δύο για τα χέρια. Μ. λέγεται στην Ελλάδα και πετσετέ ένδυμα σαν… …   Dictionary of Greek

  • σάβανο — το / σάβανον, ΝΜΑ νεοελλ. άσπρο σεντόνι με το οποίο καλύπτεται κατάσαρκα το σώμα νεκρού μσν. αρχ. τεμάχιο λινού υφάσματος το οποίο χρησίμευε για σκούπισμα τού σώματος ή τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., άγνωστης προέλευσης, την οποία δανείστηκε… …   Dictionary of Greek

  • φανέλα — και φλανέλλα, η, Ν 1. είδος χνουδωτού υφάσματος με ομαλή επιφάνεια ή με διαγώνιες ραβδώσεις πάνω σε αυτήν, υφασμένο με λαναρισμένα νήματα και με μέγεθος που ποικίλλει από πολύ λίγο μέχρι τόσο πολύ που να επισκιάζει την επιφάνεια τού υφάσματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”